- συγκλιτισμός
- ο, Νιατρ. θέση τής κεφαλής τού εμβρύου κατά τον τοκετό, τέτοια που τα δύο βρεγματικά ογκώματα να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο αναφορικά με το οριζόντιο επίπεδο τής λεκάνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. synclitisme (< συγκλίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.